- οκτάκλινος
- -η, -ο (Α ὀκτάκλινος, -ον)(για δωμάτιο) αυτός που χωρεί ή περιλαμβάνει οκτώ κλίνες («οκτάκλινη αίθουσα νοσοκομείου»)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το οκτάκλινοδωμάτιο με οκτώ κλίνεςαρχ.το ουδ. ως ουσ. αίθουσα φαγητού με οκτώ κλίνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. τρί-κλινος].
Dictionary of Greek. 2013.